- αναμίκτης
- ο [αναμειγνύω] τεχνολ.διάταξη, με την οποία επιτυγχάνεται η ανάμιξη διαφόρων υλικώνμίξερ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εξαεριωτής — και εξαερωτής, ο όργανο τών κινητήρων έκρηξης στο οποίο προκαλείται αυτομάτως η ανάμιξη τού ατμοσφαιρικού αέρα με τους ατμούς τού υγρού καυσίμου (βενζίνης), στην κατάλληλη αναλογία για την τροφοδότηση τής μηχανής (ανθρακωτήρας, ανάμικτης,… … Dictionary of Greek